- στερεοφωνικός
- -ή, -όαυτός που εγγράφει και αποδίδει τον ήχο με τρόπο στερεοφωνικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στερεοφωνικός — ή, ό, Ν 1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοφωνία 2. φρ. α) «στερεοφωνικό συγκρότημα [ή σύστημα]» ή, απλώς, «στερεοφωνικό» ηλεκτρακουστικό ηλεκτρονικό σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου το οποίο δίνει στον ακροατή την εντύπωση … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
στέρεο — το, Ν (συντμ. τ.) στερεοφωνικός … Dictionary of Greek
στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… … Dictionary of Greek